πατρονάρω

πατρονάρω
καθοδηγώ, κατευθύνω ή προστατεύω κάποιον, τόν προωθώ παρά τη θέλησή του ή με αθέμιτα μέσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. patronner «προστατεύω» (< patron)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πατρονάρω — πατρονάρω, πατρονάρισα βλ. πίν. 55 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πατρονάρω — (λ. ιταλ.), πατρονάρισα, είμαι προστάτης κάποιου, καθοδηγώ κάποιον χωρίς να φαίνομαι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πατρονάρισμα — το [πατρονάρω] καθοδήγηση, προώθηση κάποιου παρά τη θέλησή του ή με αθέμιτα μέσα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”